-
1 επαξιοω
1) считать правильным, целесообразным2) считать, полагатьἐπαξιῶ σε ἐξειδέναι τὰ ἄλλα πάντα Soph. — я полагаю, что ты знаешь все остальное
См. также в других словарях:
επαξιώ — ἐπαξιῶ, όω (AM) νομίζω κάτι σωστό, θεωρώ πρέπον («χρόνῳ μακρῷ φιλτάταν ὁδὸν ἐπαξιώσας ὧδέ μοι φανῆναι», Σοφ.) αρχ. (με αιτ. προσ. και απρμφ.) 1. θεωρώ κάποιον άξιο ώστε να κάνω κάτι γι αυτόν («ὁ γὰρ ξένος σε ἐπαξιοῑ δικαίαν χάριν παρασχεῑν»,… … Dictionary of Greek